ἐξιχνιάσει

ἐξιχνιάσει
ἐξιχνιάζω
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξιχνιάζω
fut ind mid 2nd sg
ἐξιχνιάζω
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμάντευτος — η, ο (AM ἀμάντευτος, ον) [μαντεύομαι] αυτός που δεν προμαντεύθηκε ή που δεν μπορεί κανείς να τόν μαντέψει, να τόν προβλέψει αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν μπορεί να προβλέψει, να εξιχνιάσει κάτι 2. με την ίδια σημασία για σκύλους χωρίς οξεία όσφρηση …   Dictionary of Greek

  • διαβατικός — ή, ό (Α διαβατικός, ή, όν) ο περαστικός, ο πρόσκαιρος, ο προσωρινός αρχ. 1. ο οξύς, ο διαπεραστικός 2. ο οξύνους, δηλ. αυτός που έχει την ικανότητα να διεισδύσει σε κάτι, να τό εξιχνιάσει 3. (στη Γραμματική) μεταβατικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”